- εμπυΐσκω
- μετ. загноить (рану);
εμπυΐσκομαι — загноиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπυΐσκομαι — загноиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπυΐσκω — ἐμπυΐσκω (Α) (αμτθ.) γεμίζω πύον, εμπυούμαι (συνήθ. το μέσ. «ἄρχεται ἐμπυΐσκεσθαι» αρχίζει να μεταβάλλεται σε πύον, Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek